- νοτισμός
- ο (ΑΜ νοτισμός) [νοτίζω]νότισμα, ύγρανσημσν.-αρχ.εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοτισμοῦ — νοτισμός wetting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)